- ενθέμιο
- το (Α ἐνθέμιον)νεοελλ.ναυτ. ειδικό μέρος στο κύτος τού πλοίου όπου αποθηκεύονται τρόφιμα και άλλα υλικάαρχ.1. θάλαμος στην πρύμνη τού πλοίου, το μέσα μέρος τής πρύμνης2. κοίλο σκεύος (δοχείο, κύπελλο, ποτήρι κ.λπ.) όπου τοποθετείται λύχνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από το (εν)τίθημι (πρβλ. θεμός, θεμέλιον κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.